- τερεφθαλοϋλοχλωρίδιο
- το, Ν χημ. χλωρίδιο τού τερεφθαλικού οξέος, άχρωμο κρυσταλλικό στερεό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή πολυεστερικών ινών, φύλλων και ρητινών, στις βιομηχανίες χρωμάτων, καουτσούκ και φαρμακευτικών προϊόντων.
Dictionary of Greek. 2013.